αυθάδικος

αυθάδικος
η , ο см. αυθάδης 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αυθάδικος" в других словарях:

  • αυθαδικός — αὐθαδικὸς, ή, όν (Α) [αυθάδης] αυτός που έχει αυθάδη, αγέρωχο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • αυθάδικος — η, ο επίρρ. α θρασύς, ανευλαβής: Μου μίλησε με πολύ αυθάδικο τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐθαδικώτερον — αὐθαδικός like an adverbial comp αὐθαδικός like an masc acc comp sg αὐθαδικός like an neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθαδικῇ — αὐθαδικός like an fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυθάδης — ες (AM αὐθάδης, ες) θρασύς αρχ. 1. υπεροπτικός, αλαζονικός 2. (για ζώα) επιθετικός, βίαιος 3. (για πράγματα) άκαμπτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αυτο Fάδης (με αττική συναίρεση κατά το αττικό πρότυπο της κράσεως οα > ᾱ) < αυτός + Faδ , αδείν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»