αυθάδικος
Смотреть что такое "αυθάδικος" в других словарях:
αυθαδικός — αὐθαδικὸς, ή, όν (Α) [αυθάδης] αυτός που έχει αυθάδη, αγέρωχο τρόπο … Dictionary of Greek
αυθάδικος — η, ο επίρρ. α θρασύς, ανευλαβής: Μου μίλησε με πολύ αυθάδικο τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐθαδικώτερον — αὐθαδικός like an adverbial comp αὐθαδικός like an masc acc comp sg αὐθαδικός like an neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαδικῇ — αὐθαδικός like an fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθάδης — ες (AM αὐθάδης, ες) θρασύς αρχ. 1. υπεροπτικός, αλαζονικός 2. (για ζώα) επιθετικός, βίαιος 3. (για πράγματα) άκαμπτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αυτο Fάδης (με αττική συναίρεση κατά το αττικό πρότυπο της κράσεως οα > ᾱ) < αυτός + Faδ , αδείν… … Dictionary of Greek